κάτασπρος

κάτασπρος
η , ο совсем, совершенно белый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κάτασπρος" в других словарях:

  • κάτασπρος — και κατάσπρος, η, ο 1. κατάλευκος, ολόλευκος («κατά τον κάτασπρο λαιμό που λάμπει ωσάν τον κύκνο», Σολωμ.) 2. (για πρόσ.) πολύ χλωμός …   Dictionary of Greek

  • κάτασπρος — η, ο κατάλευκος, εντελώς άσπρος: Είχε ένα κάτασπρο άλογο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …   Dictionary of Greek

  • έξασπρος — η, ο (AM ἔξασπρος, ον) [άσπρος] κάτασπρος …   Dictionary of Greek

  • ασπρολογώ — ( άω) 1. είμαι κάτασπρος, ξεχωρίζω για τη λευκότητα μου («το χωριό ασπρολογούσε») 2. (για τον ουρανό) παίρνω το πρώτο αμυδρό φως της αυγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + λογώ < λέγω (πρβλ. βλαστολογώ, δροσολογώ, κρυολογώ, ψοφολογώ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • γαλατένιος — α, ο 1. (για φαγώσιμα) αυτός που έχει κύριο συστατικό του το γάλα 2. εκείνος που έχει το χρώμα τού γάλακτος, ο κάτασπρος …   Dictionary of Greek

  • κατάλευκος — η, ο (Μ κατάλευκος, η, ον) τελείως λευκός, κάτασπρος …   Dictionary of Greek

  • μάρμαρο — Ασβεστόλιθος οργανικής προέλευσης με σακχαρώδεις κόκκους, ο οποίος προέκυψε ύστερα από έντονες διεργασίες μεταμόρφωσης. Αυτές επέφεραν μια πλήρη ανακρυστάλλωση του ανθρακικού ασβεστίου, το οποίο αποτελεί τη μάζα του πετρώματος· επίσης είναι συχνή …   Dictionary of Greek

  • μαρμαροφεγγής — μαρμαροφεγγής, ές (Α) (ιδίως για τα δόντια) 1. αυτός που λάμπει, που αστράφτει σαν μάρμαρο 2. αυτός που είναι λευκός σαν το χιόνι, ο κάτασπρος («στόματος παῑδες μαρμαροφεγγεῑς», Τιμόθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + φεγγής (< φέγγω), πρβλ. αστρο… …   Dictionary of Greek

  • ολοπόλιος — ὁλοπόλιος, ον (Μ) αυτός που έχει όλες τις τρίχες του λευκές, κατά . λευκος, κάτασπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + πολιός «γκρίζος», (πρβλ. μεσο πόλιος)] …   Dictionary of Greek

  • ολόασπρος — και ολάσπρος, η, ο εντελώς άσπρος, κάτασπρος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»